Ενα χρόνο φυλακή οι δύο αστυνομικοί

Ενα χρόνο φυλακή οι δύο αστυνομικοί

Ποινή φυλάκισης ενός έτους για την κατηγορία της εξευτελιστικής μεταχείρισης και εννέα μηνών για τη κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, επέβαλε σήμερα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο, που συνεδριάζει στην Πάφο, στους αστυνομικούς Παναγιώτη  Ηρακλέους και Κάρλο Ντεκεμερτζιάν. Οι ποινές συντρέχουν.

Οι δύο αστυνομικοί προσήχθησαν σήμερα στο δικαστήριο στην παρουσία πολλών μελών της Αστυνομίας Κύπρου, που έφεραν μαύρη ενδυμασία, σε ένδειξη συμπαράστασης και υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, εντός και εκτός δικαστικού μεγάρου. Οι δύο έχουν κριθεί ένοχοι στις κατηγορίες της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης και της σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης με σκοπό την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στη υπόθεση ξυλοδαρμού πολίτη στα αστυνομικά κρατητήρια της Πόλης Χρυσοχούς.


Έντονη ήταν η αντίδραση των συγγενών και φίλων των δύο αστυνομικών στο άκουσμα της ποινής, οι οποίοι φώναζαν “ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη” και χαρακτηρίζοντας άδικη την ετυμηγορία του κακουργιοδικείου.

Ανάμεσα σε άλλα στην απόφαση του το δικαστήριο αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι στην υπό συζήτηση  περίπτωση  έφτασαν στον αστυνομικό σταθμό όταν το προηγούμενο επεισόδιο, στα πλαίσια του οποίου ο κρατούμενος πολίτης είχε τραυματίσει συνάδελφο τους με το μαχαίρι, είχε ήδη λήξει.
 
Πλέον, ο άνθρωπος που κατ’ εφαρμογή του νόμου θα έπρεπε να αχθεί ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων του και της όποιας έκνομης συμπεριφοράς του, καθόταν  όπως αναφέρθηκε στο δικαστήριο απομονωμένος, ήρεμος και περιορισμένος σε ασφαλή χώρο εντός του αστυνομικού σταθμού.
 
Οι κατηγορούμενοι, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία, αποφάσισαν να λειτουργήσουν, είπε το δικαστήριο .  ως αυτόκλητοι τιμωροί του για τις απαράδεκτες κατά την αντίληψη τους ενέργειες και συμπεριφορά του σε βάρος συναδέλφων τους, σε προγενέστερο στάδιο.
 
Εξαντλώντας κάθε περιθώριο επιείκειας προς  όφελος των κατηγορουμένων, είπε το δικαστήριο, ” καταλήγουμε ότι το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σωρευτικά θεωρούμενων, σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά διαπράχθηκαν, το λευκό ποινικό τους μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις και όλα τα ελαφρυντικά που τέθηκαν  υπόψη του Δικαστηρίου, είναι σε θέση να επηρεάσουν την έκταση της ποινής, σε καμιά όμως περίπτωση δε θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της.  Κρίνουμε, ότι υπό τις περιστάσεις, η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης”.  

Το Δικαστήριο είπε ακόμη,  πως  έχει τη δυνατότητα να αναστείλει ποινή φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν μια υπόθεση και τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου. 

Στην προκείμενη περίπτωση ωστόσο σημείωσε , τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης ως έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και έγιναν αποδεκτά, δεν φαίνονται να δικαιολογούν τέτοια εξέλιξη.  

Ούτε οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων  δικαιολογούν την αναστολή των επιβληθεισών σε αυτούς ποινών.

Με δεδομένη άλλωστε τη σοβαρότητα των περιστατικών της υπόθεσης, τη φύση των αδικημάτων και την εν γένει στάση και συμπεριφορά των κατηγορουμένων, στην οποία δεν εντοπίζεται η παρουσία οποιωνδήποτε στοιχείων μεταμέλειας, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα γι΄ αυτού του είδους τις συμπεριφορές, συμπλήρωσε. 

Το δικαστήριο διέταξε όπως ο  χρόνος που οι κατηγορούμενοι τέλεσαν σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση, να συνυπολογιστεί.

Έχοντας ήδη καταλήξει ότι η αρμόζουσα ποινή στην παρούσα περίπτωση είναι αυτή της φυλάκισης και για τους δύο κατηγορούμενους, το δικαστήριο είπε πως οφείλει σε αυτό το στάδιο να εξετάσει την εισήγηση της υπεράσπισης περί αναστολής της επιβληθείσας ποινής. 

Το δικαστήριο ανακοινώνοντας την απόφαση του είπε πως αξιολόγησε  κάθε τι που τέθηκε ενώπιον του από τους  συνηγόρους των κατηγορουμένων κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, στην έκταση που τούτο μπορεί να αξιολογηθεί για τον πιο πάνω σκοπό και στο βαθμό βεβαίως που νομολογιακά έχει  αναγνωριστεί ότι μπορεί να αποτελέσει μετριαστικό παράγοντα. 

Έλαβε επίσης  υπόψη, όχι μόνο το περιεχόμενο των εκθέσεων κοινωνικής έρευνας αλλά και όσα ο συνήγορος τους Γεώργιος Γεωργίου υπέδειξε συζητώντας τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις και συνθήκες των κατηγορουμένων, ως επίσης, τις περιστάσεις που περιβάλλουν γενικότερα τη διάπραξη των αδικημάτων, ασχέτως εάν κάποια από αυτά δεν αναφέρονται ρητώς στο παρόν σκεπτικό τους, όπως είπε.

Κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου ,όπως αναφέρθηκε, ” είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, στόχος που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου”, προσθέτοντας πως τα Δικαστήρια, ως φρουροί της νομιμότητας και της ευταξίας οφείλουν να διαφυλάξουν και να διασφαλίσουν την πιστή εφαρμογή του νόμου με την επιβολή ανάλογων σε κάθε περίπτωση ποινών, ικανών να τιθασεύσουν συμπεριφορές που κινούνται εκτός του πλαισίου του νόμου, προς όφελος κάθε πολίτη ξεχωριστά και της κοινωνίας στο σύνολο της.

Το δικαστήριο χαρακτήρισε τα αδικήματα τα οποία έχουν διαπράξει οι κατηγορούμενοι σοβαρά, σημειώνοντας πως η εκ του νόμου ανώτατη ποινή για το αδίκημα της υποβολής άλλου προσώπου σε σκληρή, απάνθρωπη ή  εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση των άρθρων 2, 5, του Νόμου 235/1990 όπως έχει τροποποιηθεί, ως ο ίδιος ο νομοθέτης την έχει διαβαθμίσει, κατά το αυστηρότερο, στις περιπτώσεις που η διάπραξη του αδικήματος διενεργείται από άτομα που ενεργούν ή φαινόταν ότι ενεργούν υπό επίσημη ιδιότητα ενώ παράλληλα από την πραγμάτωση του αδικήματος έχει προκληθεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι η φυλάκιση μέχρι 7 χρόνια.  

Η ίδια ποινή προβλέπεται για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα. 

Εγκλήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από τη χρήση ή ακόμη και απειλή χρήσης βίας εναντίον άλλου προσώπου, θεωρούνται ιδιαίτερα σοβαρά αναφέρθηκε στο δικαστήριο, σημειώνοντας πως η παράνομη  προσφυγή στη βία αποτελεί συμπεριφορά απαράδεκτη σε μια πολιτισμένη κοινωνία.  

Οι ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια  θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την απαρέσκεια της κοινωνίας για τέτοιου είδους εγκλήματα, που τείνουν να υπονομεύσουν  το αίσθημα προσωπικής ασφάλειας το οποίο είναι ουσιώδες για την ευημερία των πολιτών, είπε το δικαστήριο.

Ευθύς εξ’ αρχής το δικαστήριο σημείωσε,  ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος της 2ης κατηγορίας, είναι πρωτοφανή και χωρίς προηγούμενο στον εγκληματικό χάρτη της χώρας. Αποτελούν, από μόνα τους, ακόμα ένα παράγοντα που αναδεικνύει τη σοβαρότητα των αδικημάτων πέραν από την προβλεπόμενη στο νόμο ποινή. 

Η αστυνομία ως σύνολο αλλά και κάθε μέλος της ξεχωριστά,κατά την εκτέλεση της αποστολής τους είπε το δικαστήριο, αποτελούν ουσιαστικά τον εκτελεστικό βραχίονα της σύγχρονης, καλά οργανωμένης πολιτείας, στην προσπάθεια για  εμπέδωση του κράτους δικαίου.  

Είναι για αυτό το λόγο που η πολιτεία παραχώρησε στην αστυνομία και στα μέλη της εξουσίες μοναδικές, μέσα, εκπαίδευση και δυνατότητες για να συνδράμει, στα πλαίσια της θεσμοθετημένης αποστολής της και εντός του οριοθετημένου από την πολιτεία θεσμικού πλαισίου,  στην εμπέδωση και την εφαρμογή του νόμου.  Του «Δεσπότη Νόμου», κατά τον Αριστοτέλη.  

Είναι για αυτό το λόγο, που το σύγχρονο κράτος δικαίου, όπως ορθά επαίρεται ότι είναι και επιδιώκει να παραμείνει η Κυπριακή Δημοκρατία, επιθυμεί μια στιβαρή, σθεναρή και αποτελεσματική αστυνομία,της οποίας τα μέλη να επιτελούν με αυταπάρνηση, σθένος και ζήλο τη δύσκολη ούτως ή άλλως αποστολή τους, προσδοκώντας ταυτόχρονα ότι θα είναι σταθερός αρωγός, αναντικατάστατος και αξιόπιστος παραστάτης στην προσπάθεια κατίσχυσης του κράτους δικαίου.  

Το δικαστήριο ανέφερε πως για αυτούς τους λόγους που η ευθύνη της αστυνομίας και κάθε μέλους της, ξεχωριστά, είναι ιδιαίτερα μεγάλη να μεταχειριστούν όλες αυτές τις εξουσίες και δυνατότητες που τους παρέχει η πολιτεία, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται και να συνάδει στην αποστολή τους. 

Η παρέκκλιση από αυτό το καθήκον, η καταχρηστική άσκηση εξουσιών που η πολιτεία παραχώρησε και  η εφαρμογή μεθόδων ξένων από το σύστημα εφαρμογής του νόμου και της απονομής της δικαιοσύνης, από αυτούς που η πολιτεία τους έχει εμπιστευθεί τον μοναδικό ρόλο του αστυνομικού, προκαλεί θλίψη, απογοήτευση αλλά και απαξία πολλαπλάσια. 

Οι κατηγορούμενοι στην υπό συζήτηση περίπτωση, έφτασαν είπε το δικαστήριο στον αστυνομικό σταθμό όταν το προηγούμενο επεισόδιο, στα πλαίσια του οποίου ο κρατούμενος πολίτης είχε τραυματίσει συνάδελφο τους με το μαχαίρι, είχε ήδη λήξει. 

Πλέον, ο άνθρωπος που κατ’ εφαρμογή του νόμου θα έπρεπε να αχθεί ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων του και της όποιας έκνομης συμπεριφοράς του, καθόταν απομονωμένος, ήρεμος και περιορισμένος σε ασφαλή χώρο εντός του αστυνομικού σταθμού. 

Το δικαστήριο έκρινε επίσης πως οι κατηγορούμενοι, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία, αποφάσισαν να λειτουργήσουν ως αυτόκλητοι τιμωροί του για τις απαράδεκτες κατά την αντίληψη τους ενέργειες και συμπεριφορά του σε βάρος συναδέλφων τους, σε προγενέστερο στάδιο. 

Η αποδοχή της λογικής ότι ο εκπρόσωπος του νόμου και της τήρησης της τάξης, επιτρέπεται, υπό περιστάσεις ως η υπό συζήτηση, να μετατρέπεται σε τιμωρό κατ’ επιλογήν και κατά το δοκούν, θα ήταν τραγική για ολόκληρο το σύστημα αστυνόμευσης και απονομής της δικαιοσύνης στη Δημοκρατία,είπε το Δικαστήριο. 

Η όποια ψυχολογική φόρτιση και ένταση των κατηγορουμένων  για τον προηγηθέντα τραυματισμό του συναδέλφου τους, σε συνδυασμό θεωρούμενη με την κατάσταση πραγμάτων που αντιμετώπισαν κατά την άφιξη τους στο σταθμό, όπως οι κηλίδες αίματος που υπήρχαν στο πάτωμα του σταθμού,αλλά και της πληροφόρησης που έτυχαν για την εξέλιξη των γεγονότων που προηγήθηκαν της άφιξης τους, στην ανθρώπινη πάντα διάσταση της, είναι μεν κατανοητή  είπε το δικαστήριο και ανάλογα λαμβάνεται υπόψη  – παρά το γεγονός, όπως ανέφερε ” ότι θα ανέμενε κανείς πως σαν έμπειροι και εκπαιδευμένοι αστυνομικοί, ανάλογα θα την διαχειρίζονταν επιδεικνύοντας την αναμενόμενη και επιβαλλόμενη αυτοσυγκράτηση”.

To δικαστήριο επεσήμανε επίσης πως σε καμία περίπτωση  δεν μπορεί όμως , να αποτελέσει δικαιολογία για τη μεταγενέστερη συμπεριφορά και στάση τους απέναντι στον κρατούμενο πολίτη, εντός του Αστυνομικού Σταθμού.

Στην υπό συζήτηση περίπτωση είπε το δικαστήριο, οι δύο κατηγορούμενοι ενήργησαν σε βάρος του παραπονούμενου Παναγιώτη  Σαββίδη ορμώμενοι από τα ίδια κίνητρα και σε συντονισμό , ” Ο καθένας από αυτούς με το δικό του τρόπο, συνδρομή  και συμπεριφορά διέπραξε τα ως άνω αδικήματα. Ο κατηγορούμενος 1( Παναγιώτης Ηρακλέους) , χρησιμοποίησε προς τούτο και το ρόπαλο του ενώ ο κατηγορούμενος 2 ( Κάρλο Ντεκερμεντζιάν) , όχι μόνο συνεπικουρούσε αυτόν με τον τρόπο και τη συμπεριφορά του κατά την εξέλιξη του επεισοδίου, αλλά παράλληλα,ως και ο κατηγορούμενος 1, κλώτσησε  τον Σαββίδη καθ΄ όν χρόνο ο τελευταίος βρισκόταν στο έδαφος”.  

Έχοντας κατά νου τη συνολική στάση και συμπεριφορά τους, την εμπλοκή και συμμετοχή τους στη διάπραξη των αδικημάτων όπως αποτυπώνεται στις κάμερες του τεκμηρίου 1 και έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, είναι φανερό  είπε το δικαστήριο , ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν δικαιολογείται διαφορετική μεταχείριση τους στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής.  

Σε σχέση με τη θέση του συνήγορου υπεράσπισης  ότι στα πλαίσια της ίσης μεταχείρισης των παραβατών, έστω και αν έγιναν δύο ξεχωριστές δίκες, η ποινή που θα επιβληθεί στους κατηγορούμενους θα πρέπει να αντιστοιχεί με την ποινή που επιβλήθη ήδη στον παραπονούμενο Παναγιώτη Σαββίδη, στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης 7331/14, του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου, το δικαστήριο είπε πως δεν μπορεί να υιοθετήσει την ως άνω εισήγηση.  

Ο κατηγορούμενος Σαββίδης, είπε το δικαστήριο  στα πλαίσια της υπόθεσης που αντιμετώπιζε, καταδικάστηκε για αδικήματα άλλα από αυτά που καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι.  

Αντιμετώπισε τις συνέπειες των πράξεων του – όπως είπε- όπως αυτές εκδηλώθηκαν στα πλαίσια επεισοδίου που προηγήθηκε και είχε ολοκληρωθεί πριν από την άφιξη των κατηγορουμένων στο χώρο, σε βάρος άλλων προσώπων – αστυνομικών. 

Η εγκληματική συμπεριφορά των κατηγορουμένων στο χρόνο και κατά τον τρόπο που εκδηλώθηκε, δεν βλέπουμε πώς, στη συγκεκριμένη πάντα περίπτωση, όπως αναφέρθηκε,  θα επέτρεπε στο δικαστήριο κατά τρόπο νομικά αποδεκτό, να «παλαντζάρει» τις ποινές που θα επιβληθούν στις δύο υποθέσεις.  

Πέραν του ότι τα γεγονότα, από μόνα τους δεν δικαιολογούν τέτοια εξέλιξη, κρίνουμε πως, όχι μόνο στον ανεξάρτητο παρατηρητή αλλά και στους εμπλεκόμενους στις δύο υποθέσεις, η μη υιοθέτηση της ως άνω εισήγησης, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει αισθήματα άνισης μεταχείρισης, είπε το δικαστήριο. 

Όσον αφορά το θέμα της αναστολής μιας ποινής φυλάκισης το Δικαστήριο είπε πως  είναι το αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, διευρυμένης πράγματι, η οποία όμως ασκείται, όχι κατά τρόπο αυθαίρετο αλλά δικαστικό,  λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την εκάστοτε υπό συζήτηση υπόθεση και τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.   

Ανάμεσα στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη όπως αναφέρθηκε  είναι ακόμη και η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας..

Το δικαστήριο ανέφερε πως ο  χρόνος που οι κατηγορούμενοι τέλεσαν σε προφυλάκιση στην παρούσα υπόθεση, να συνυπολογιστεί.

Την κατηγορούσα αρχή εκπροσώπησε στην υπόθεση ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Ανδρέας Χατζηκύρου ενώ  την υπεράσπιση τους οι δικηγόροι Γιώργος Γεωργίου και Νίκος Τσαρδέλης.

(ΚΥΠΕ/ΚΠ/ΓΧΡ)